- ακατάπαυστος
- -η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) [καταπαύω]ο ασταμάτητος, ο συνεχής«ακατάπαυστοι πόνοι»αρχ.«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)αρχ.1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.
Dictionary of Greek. 2013.